υπερανακειμαι

υπερανακειμαι
    ὑπερανάκειμαι
    ὑπερ-ανάκειμαι
    выше (кого-л.) возлежать за столом Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υπερανακειμαι" в других словарях:

  • υπερανάκειμαι — Α είμαι ξαπλωμένος σε ανάκλιντρο πιο ψηλά από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀνάκειμαι «ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω»] …   Dictionary of Greek

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»